- καρούμπαλο
- το και καρούμπαλος, οεξόγκωμα τού κεφαλιού από χτύπημα, καρούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κόρυμβος «κορυφή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρούμπα — η και καρούμπαλο, το εξόγκωμα που σχηματίζεται κυρίως στο κεφάλι ύστερα από χτύπημα: Έκαμε ένα καρούμπαλο στο κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουτούλι — το πρήξιμο, ιδίως στο κεφάλι, το οποίο προέρχεται από χτύπημα, καρούμπαλο … Dictionary of Greek
Τενείαι — Oνομασία στην αρχαιότητα πολλών πηγών στην Αρκαδία, στους πρόποδες του όρους Τραχύ, το σημερινό Καρούμπαλο. Ο πηγές αυτές λέγονται σήμερα Κεφαλάρι και βρίσκονται στα BA του Αρκαδικού Ορχομενού … Dictionary of Greek
βάρεμα — το το χτύπημα, η πληγή: Έκανε ένα μεγάλο καρούμπαλο μετά το βάρεμα στην πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρουλιάζω — καρούλιασα, καρουλιασμένος 1. τυλίγω νήμα στο καρούλι: Καρούλιασέ την την κλωστή. 2. αποχτώ καρούμπαλο στο κεφάλι: Κάθε λίγο και λιγάκι καρουλιάζει το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)